γραμματοεισαγωγεύς

γραμματοεισαγωγεύς
γραμματοεισαγωγεύς
ο (Α)
δάσκαλος, παιδαγωγός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • книгочий — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. γραμματικός) ученый человек; (греч.… …   Словарь церковнославянского языка

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՏԵՆԱԴՊԻՐ — (դպրի, րաց.) NBH 2 1045 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. Դպիր ատենի. դպրապետ. ... որպէս յն. ի սուրբ գիրս ՝ γραμματοεισαγωγεύς litterarum instituor, magister *Ատենադպիրս դատաւորացն ձերոց: Դատաւորս եւ ատենադպիրս կացուսցես… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”